ἁμαρτωλός

ἁμαρτωλός
268 ἁμαρτωλός
{прил., 47}
грешный, греховный; как сущ. грешник.
Ссылки: Мф. 9:10, 11, 13; 11:19; 26:45; Мк. 2:15-17; 8:38; 14:41; Лк. 5:8, 30, 32; 6:32-34; 7:34, 37, 39; 13:2; 15:1, 2, 7, 10; 18:13; 19:7; 24:7; Ин. 9:16, 24, 25, 31; Рим. 3:7; 5:8, 19; 7:13; Гал. 2:15, 17; 1Тим. 1:9, 15; Евр. 7:26; 12:3; Иак. 4:8; 5:20; 1Пет. 4:18; Иуд. 1:15. LXX: 7563 (עָשָׁר), 2398 (אטח).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ἁμαρτωλός" в других словарях:

  • ἁμαρτωλός — erroneous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαρτωλός — ή, ό (AM ἁμαρτωλός, όν) 1. αυτός που παραβαίνει τον ηθικό νόμο, τις θείες εντολές, που διαπράττει αμάρτημα ή αδίκημα 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) με την ίδια σημασία νεοελλ. 1. αυτός που ρέπει προς την αμαρτία 2. το θηλ. ως ουσ. η αμαρτωλή… …   Dictionary of Greek

  • αμαρτωλός — ή, ό 1. αυτός που έχει κάνει αμαρτίες: Ήταν άνθρωπος αμαρτωλός, αλλά αυτό που του ζητούσαν δίσταζε να το κάμει. 2. αυτός που κλίνει στην αμαρτία: Το ξέρουμε πως όλοι είμαστε αμαρτωλοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αμαρτωλός, Γεώργιος — (9ος αι.). Βυζαντινός χρονογράφος μοναχός. Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Το επώνυμό του οφείλεται στη συνήθεια των μοναχών να ονομάζονται έτσι από μετριοφροσύνη. H χρονογραφία του διαιρείται σε τέσσερα βιβλία. Σε αυτά επικρίνει δριμύτατα… …   Dictionary of Greek

  • ἁμαρτωλότερον — ἁμαρτωλός erroneous adverbial comp ἁμαρτωλός erroneous masc acc comp sg ἁμαρτωλός erroneous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτάτων — ἁμαρτωλός erroneous fem gen superl pl ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτέρων — ἁμαρτωλός erroneous fem gen comp pl ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλόν — ἁμαρτωλός erroneous masc/fem acc sg ἁμαρτωλός erroneous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτάτοιο — ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτάτου — ἁμαρτωλός erroneous masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαρτωλοτέροις — ἁμαρτωλός erroneous masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»